- λαγόμορφα
- τα(ζωολ. -παλαιοντ.) τάξη χερσόβιων ευθήριων θηλαστικών, τα οποία παλαιότερα κατατάσσονταν στην τάξη τών τρωκτικών, στην οποία ανήκουν τα κουνέλια, οι λαγοί και οι ποντικολαγοί.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lagomorpha < νεολατ. lagomorpha < λατ. lago- < λαγός + -morpha < -μορφος < μορφή].
Dictionary of Greek. 2013.