λαγόμορφα

λαγόμορφα
τα
(ζωολ. -παλαιοντ.) τάξη χερσόβιων ευθήριων θηλαστικών, τα οποία παλαιότερα κατατάσσονταν στην τάξη τών τρωκτικών, στην οποία ανήκουν τα κουνέλια, οι λαγοί και οι ποντικολαγοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lagomorpha < νεολατ. lagomorpha < λατ. lago- < λαγός + -morpha < -μορφος < μορφή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”